- βοτανηφόρος
- βοτανηφόρος, -ον (Α)(για τόπο) αυτός που παράγει βοτάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοτανηφόρον — βοτανηφόρος herb bearing masc/fem acc sg βοτανηφόρος herb bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανηφόροι — βοτανηφόρος herb bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… … Dictionary of Greek